- νεολαμπέα
- νεολαμπήςshining anewneut nom/voc/acc pl (epic ionic)νεολαμπήςshining anewmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεολαμπής — ές (Α νεολαμπής, ές) (συν. για αστέρα) αυτός που λάμπει με καινούργια, δυνατή λάμψη («νεολαμπέα μήνην», Μαν.) νεοελλ. αστρον. συν. στον πληθ. νεολαμπείς παλαιός όρος για τους καινοφανείς αστέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ … Dictionary of Greek